ἀποτραχηλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτραχηλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτραχηλίζω, παθ. ἀποτραηλίγουμαι Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. τράχηλος. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποτραχηλίζω= ἀπάγχω.

Σημασιολογία

Παθ. ὑφίσταμαι ἀποκοπὴν τοῦ λαιμοῦ: Ἐπετραηλίγεν ἡ γούλα τῆ λαϋνί’ (ἀπεκόπη ὁ λαιμὸς τῆς λαγύνου).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/