ἀφεντογυναῖκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεντογυναῖκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφεντογυναῖκα ἡ, πολλαχ. ἀφιντου’ναῖκα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφεdογυναῖκα Ζάκ. κ.ἀ. ἀφεντογύναικο τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφέντης καὶ γυναῖκα.

Σημασιολογία

Γυνὴ εὐπαρουσίαστος καὶ εὐγενὴς τοὺς τρόπους ἔνθ’ ἀν.: Συνών. ἀρχοντογυναῖκα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/