ἀφεντογυρεμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντογυρεμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφεντογυρεμένος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀφέντης καὶ τοῦ γυρεμένος μετοχ. τοῦ ρ. γυρεύω.
Σημασιολογία
Ὁ ὑπὸ τῶν ἀρχόντων περιζήτητος: Ἆσμ. Μηδὲ κεφάλιˬα γνωστικὰ κιˬ ἀφεντογυρεμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA