ἀποτριβίδιˬα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτριβίδιˬα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτριβὶδιˬα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποτρίβω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Τὰ μετὰ τὴν πλάσιν τῶν ἄρτων ὑπολείμματα τῆς ζύμης εἰς τὴν σκάφην τοῦ ζυμώματος: Τ’ ἀποτριβίδιˬα τζῆ σκάφης ἐμάζωξα κ’ ἤκαμα ’να μικρὸ gουλουράκι. Συνών. ἀποτρίμματα (ἰδ. ἀπότριμμα 2), τριβίδιˬα (ἰδ. τριβίδι), τρίμματα (ἰδ.τρίμμα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/