ἀφεντοκριτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεντοκριτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφεντοκριτὴς ὁ, Πελοπν. (Οἴτυλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀφέντης καὶ κριτής.

Σημασιολογία

Μόνον εἰς τὴν κλητ. ἀντὶ ἀφέντη κριτή: Ἆσμ. Ἀφέντη κιˬ ἀφεντοκριτή, | ξεράθηκε ἡ κεφαλὴ ποὔκαμε τ’ ἅγιˬο μύρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/