ἀφεντομαθημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντομαθημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφεντομαθημένος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφεdομαθημένος Θήρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀφέντης καὶ τοῦ μαθημένος μετοχ. τοῦ ρ. μαθαίνω.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνατραφεὶς σὰν ἀφέντης, ὁ συνηθισμένος εἰς ζωὴν ἀρχοντικήν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφενταναθρεμμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA