ἀφεντόπαιδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντόπαιδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφεντόπαιδο τό, ἀφεντοπαίδι τό, ἀμάρτ. ἀφεντοπαίδ’ Πόντ. (Σάντ.) ἀφεντόπαιδο πολλαχ. ἀφιντόπιδου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀφεdόπαιδο Ζάκ. Θήρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀφέντης καὶ παιδί.
Σημασιολογία
1) Υἱὸς αὐθέντου, ἄρχοντος Θήρ. Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. Πβ. ἀφεντοπούλλα. 2) Παῖς ἢ νέος εὐγενὴς τοὺς τρόπους ἢ ἐλευθέριος πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA