ἀποχωριστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχωριστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποχωριστὸς ἐπίθ. Θρᾴκ.-ΠΠαπαχριστοδ. Θρᾳκ. ἠθογραφ. 2, 104.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχωρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ διακρινόμενος τῶν ἄλλων ὡς ἄξιος πολλῆς ἀγάπης καὶ τιμῆς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Γαρούφαλο τοῦ Μάι καὶ τοῦ Θεριστῆ, ἀγάπη μου μεγάλη κιˬ ἀποχωριστὴ Θρᾴκ. Συνών. ξεχωριστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA