ἀποτριγυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτριγυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτριγυρίζω ἀμάρτ. ἀποτριυρίζω Πόντ. (Ὄφ.) ἀποτρουυρίζω Πόντ. (Τραπ.) ἀπουτρουγυρίζου Λέσβ. ἀποτρουυλίζω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τριγυρίζω.
Σημασιολογία
1)Περικυκλώνω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Ἐπετριύρισαμε τὴ μεέ, ἐσκότωσαμε δύο μουχτερούδ (μεὲ=δάσος) Ὄφ. Ὁ ειμὼ ἐπετριύρισε μασε (ειμὼ=χειμὼν) αὐτόθ. Ἐπετρουύλτσανε με τὰ κυλλία νὰ τρώγ’νε με (μὲ περιεκύκλωσαν τὰ σκυλλιὰ διὰ νὰ μὲ φάγουν) Τραπ. 2)Λοξοδρομῶ Λέσβ. Συνών. ἀναγυρίζω Α3, ἀπογυρίζω Α1, ἀπολογυρίζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA