ἀφεντούλλης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεντούλλης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀφεντούλλης ὁ, Ἤπ. κ.ἀ.-ΓΨυχάρ. Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 217 -Λεξ. Δημητρ. ἀφεντού’ς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Οὐδ. ἀφεντούλλι Γψυχάρ. Στὸν ἴσκιο 215.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφέντης διὰ τῆς καταλ. -ούλλης.

Σημασιολογία

1) Τέκνον ἄρχοντος Λεξ. Δημητρ. Πβ. ἀφεντοπούλλα. 2) Κύριος, θωπευτικῶς Ἤπ. κ.ἀ.-Γψυχάρ. ἔνθ’ ἀν.: Ἐλᾶτε δὰ καὶ μὴ μοῦ κάνετε τὸν ἅγιο, ἀφεντούλλια μου Στὸν ἴσκιο 215. Ὁ χρυσός μας ὁ ἀφεντούλλης ποῦ ἔρχεται ’ς τῆς γρα͜ιᾶς τῆς Μαρίκας Τὰ δυὸ ἀδέρφ. 217. || ᾊσμ. Ἀφέντη, ἀφεντούλη μου, πέντε βολὲς ἀφέντη, πέντε βολὲς ἀφέντεψες καὶ πάλ’ ἀφέντης εἶσαι Ἤπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπῶν. Ἀθῆν. κ.ἀ. καὶ ὡς παρων. Ἀθῆν. Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφεντικούλλης. 3) Πατὴρ ὑποκοριστικῶς Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.): ᾊσμ. Ὅλοι βούλονταν νὰ μᾶς τη δώσουν κιˬ ἀφεντούλης της δὲν μᾶς τη δίνει Ἤπ. Φέ’ ἀφεντούλλης τ’ς, φέγει | ’ς τὰ δάκρυˬα γιˬουμισμένος (φέγει=φεύγει) Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/