ἀφεντοχώρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντοχώρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφεντοχώρι τό, Πελοπν. (Μεγαλόπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀφέντης καὶ χωριˬό.
Σημασιολογία
Χωρίον ἀνῆκον εἰς ἕνα κύριον, χωρίον ἰδιόκτητον. Συνών. τσιφλίκι, χτῆμα. Πβ. ἀφεντότοπος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA