ἀπόχωστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχωστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόχωστα ἐπίρρ. Κρήτ. ’πόχωστα Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόχωστος.
Σημασιολογία
Κρυφίως: Ἀπόχωστα ἀπόχωστα τσοὶ κάνεις τσοὶ δουλει͜ές σου. Συνών. ἀντίκρυφα, ἀπόκρυφα, κατάχωστα, κρυφά, μυστικά, παράχωστα, χωστά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA