ἀπόχωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόχωστος ἐπίθ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. χωστός. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1458 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
Ἀπόκρυφος, κρύφιος. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «καὶ μέσα ποῦ τὰ ξόμπλιαζε κι ὁποὺ τὰ συχνοθώρει | μιὰν πορτοπούλλ’ ἀπόχωστη ἐξάνοιξεν ἡ κόρη». Συνών. ἀπόκρυφος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA