ἀποτρόμαγμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρόμαγμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτρόμαγμαν τό, Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτρομάζω.

Σημασιολογία

1)Τὸ νὰ ἀποβάλῃ τις τὸν φόβον Πόντ. (Τραπ.) 2)Τὸ νὰ τρομάζῃ τις πολὺ Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/