ἀφετὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφετὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφετὸς ἐπίθ. Κεφαλλ. Πόντ. (Σάντ.) ἀθετὸς Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ρόδ. Χίος κ.ἀ. ἀφητὸς Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν ἐπίθ. ἀφετός, ὃ ἐκ τοῦ ἄρχ. ἄφετος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀφειμένος, ἐπὶ προσώπων, ἐμψύχων καὶ πραγμάτων Κρήτ.: Ἀπάνω ’ς τὸ τραπέζι τό ’χω ἀφητό. Ἀφητὸ τὸ ἔχουνε γιὰ νὰ τὸ πάρωμε. Αὐτὸς ἐπέρασε καὶ θὰ τὸ ἔχει ἀφητό. Μιˬᾶς κοπανιˬᾶς εἶχε ἀφετὴ τὴ μάννα dου τὸ κωπέλλι νἀ βγάνῃ φαητὰ (ἐκ παραμυθ. μιˬᾶς κοπανιˬὰς=μιὰ στιγμή). 2) Ἀφετάρικος 1, ὃ ἰδ., Ἄνδρ. (Κόρθ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος κ.ἀ.: Τό ’χω τ’ ἀρνὶ ἀφετὸ μέσ’ ’ς τὸ χωράφι Κεφαλλ. Τὰ ζῷα τά ’χαμε ἀθετὰ Κόρθ. Ἔχω ἀθετὰ τὰ πρόβατα Χίος Ἕνα ζ-ζῷ ἀθετὸ Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πλατ Κριτ. 119 D «ἀφέτων ὄντων ταύρων ἐν τῷ τοῦ Ποσειδῶνος ἱερῷ» β) Ὁ μὴ περιωρισμένος, ἐλεύθερος Ρόδ.: Θέλω τὸ χέρι μου ἀθετό. 3) Ὁ ἐλεύθερος εἰς πάντα, ἀφύλακτος, ἐπὶ κήπου, ἀγροῦ κττ. Ρόδ.: Ἕνα κηπούλλι ἀθετό. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πλουτάρχ. Λύσανδρ. 20 «ὥσπερ ἵππος ἐκ νομῆς ἀφέτου καὶ λειμῶνος αὖθις ἥκων ἐπὶ φάτνην». 4) Εὐρύχωρος, πλατύς, οὐχὶ προσηρμοσμένος Ρόδ.: Τὰ ροῦχα του εἶν’ ἀπάνω του ἀθετά. Συνών. πλατύς, φαρδύς, ἀντιθ. στενός. 5) Χαλαρός, οὐχὶ συμπιεσμένος Πόντ. (Σάντ.): Ἀφετὸν όν’-χῶμαν κττ. (όν’=χιόνι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/