ἀποψὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποψὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποψὲς ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀποdανοψὲς Κρήτ. ἀποστανοψὲς Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ψές, παρ’ ὃ καὶ ὀψές.

Σημασιολογία

1)Ἀπὸ τῆς ἑσπέρας τῆς χθὲς κοιν.: Ἔφυγε ἀποψές. Ἀποψὲς ψώνισα γιˬὰ σήμερα κοιν. Πβ. καὶ Ἀποφθέγμ. Migne P. G. 65, 108 Β «ἀπὸ ὀψὲ σιωπῶντες». Συνών. ἀποψαργά. 2)᾿Απὸ χθὲς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ): Ἀποψὲς δὲν ἔβαλα τίποτα ’ς τὸ στόμα μου. Ἂς ἐπήγαινες ἀποψὲς ἐνιαχ. Δὲ dὸν εἶδα ἀποdανοψὲς Κρήτ. Ἀποψὲς ὣς τασήμερα ντό ἔσυρα! (ὑπέφερα) Κερασ. Συνών. ἀποχτές·

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/