ἀφῃρημάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφῃρημάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀφῃρημάδα ἡ, κοιν. ἀφαιρημάδα σύνηθ. ἀφαιρεμάδα πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀφῃρημένος, μετοχ. τοῦ ρ. ἀφαιρῶ, καὶ τῆς καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Τὸ νὰ εἶναί τις ἀφῃρημένος, ἔλλειψις προσοχῆς, ἀπροσεξία: Ἀπὸ τὴν ἀφῃρημάδα μου σκόνταψα καὶ ἔπεσα. Εἶχα μιˬὰ ἀφῃρημάδα ποῦ δὲν ἔβλεπα μπρός μου. Συνών. ἀγάθεμα, ἀγαθεμός, ἀποχάζεμα, ἀφῃρημάρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA