ἀποτρύγημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτρύγημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτρύγημα τό, Λεξ. Βλαστ. Μπριγκ. ἀπουτρύ᾽μα Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποτρυγῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Τὸ τέλος τοῦ τρυγητοῦ. Συνών. ἀποβεντέμισμα, ἀποβεντεμισμός, ἀποτρυγησιˬὰ 1, ἀποτρύγι 2, ἀποτρυγίδι 2, ἀπότρυγο 1, ξετρύγι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA