ἀπόψημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόψημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόψημα τό, Κάσ. ’πόψημα Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποψήνω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀφέψημα.
Σημασιολογία
᾿Εν τῇ τυροκομίᾳ τὸ ἐν τῷ λέβητι ὑπόλειμμα βρασθέντος καὶ καθαρθέντος βουτύρου χρησιμοποιούμενον ἐπίσης πρὸς βρῶσιν ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Καὶ πῶς νὰ τὰ ξεχάσω ’γώ, Κάσο μου, τὰ καλά σου, ποῦ ’φαα ’πὸ τὸ βότυρο καὶ τ’ ἀποψήματά σου; Κάσ. Συνών. καθούρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA