ἀποτρύγι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτρύγι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτρύγι τό, πολλαχ. ἀπουτρύ᾿ βόρ. ἰδιώμ. ἀποτρύι Ἄνδρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ. ’ποτρύγι Εὔβ. (Κάρυστ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτρυγῶ καὶ τῆς καταλ. -ι. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66 κἑξ.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ. 1)Σταφυλαὶ ἀπομένουσαι ἐπὶ τῆς ἀμπέλου μετὰ τὸν τρυγητὸν πολλαχ. Συνών. ἀπανωτσάμπουρο, ἀποζούρι 2, ἀποστάφυλο, ἀποτρυγίδι, ἀποτσάμπι, ἀποτσάμπουρο, καμπανάρι, καμπανέλλι, καμπανός, κουδούνι. Πβ. ἀπόβακλο. 2)Αἱ τελευταῖαι ἡμέραι τοῦ τρυγητοῦ Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποτρύγημα. 3)Αἱ μετὰ τὸν τρυγητὸν ἡμέραι Κεφαλλ. Συνών. ξετρύγιˬα (ἰδ. ξετρύγι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA