ἀποτρυγίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρυγίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτρυγίδι τό, ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 211 ΠΒλαστοῦ Ἀργ. 52-Λεξ. Βυζ. Αἰν. ἀποτρυίι Κάρπ. ἀποτρύγιδο Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποτρυγῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 359.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ. 1)Ἀποτρύγι 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Πάντα κιˬ ἀκόμα σὰ νὰ ζητει͜ανεύουν τ’ ἀποτρυγίδιˬα τοῦ περιβολιˬοῦ σου ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ τὸ πρωὶ κατέβαινα ’ς τ’ ἀμπέλι νὰ τσιμπήσω τ’ ἀποτρυγίδιˬα τὰ κρουστὰ ποῦ παγωμένα τὰ εἶχε σὰν κρούσταλλα, σὰν τραγανὰ πετράδιˬα, τὸ μιστράλι ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. 2)Ἀποτρύγι 2, ὃ ἰδ., Λεξ. Αἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/