ἀποψινὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποψινὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποψινὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀπουψ’νὸς βόρ. ἰδιώμ. ἀποψεσινὸς Ἤπ.-Α'Εφταλ. Μαζώχτρ. 86-Λεξ. Ἠπίτ. Δημητρ. ἀποψισ’νὸς Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπουψισ’νὸς Μακεδ. (Βελβ. Μελέν.) ἀπουι’νὸς Λέσβ. ἀπουψ’σ’νὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀποψερ’νὸς Κρήτ. Μῆλ. Σῦρ. ’ποψινὸς ἐνιαχ. ’πουψ’νὸς ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπόψε καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός. Ὁ τύπ. ἀποψεσινὸς ἐκ τοῦ ἀπόψες (ἰδ.ἀπόψε). Ὁ τύπ. ἀποψερ’νὸς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ σημερ’νὸς (ἰδ. σημερινός).

Σημασιολογία

1)Ὁ τῆς παρελθούσης νυκτὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ ἀποψινός μου ὕπνος ἤτανε κακός. Τὴν ἀποψινὴ νύχτα πέρασα ἄσκημα σύνηθ. Τ’ ἀπουψ’νά μας γλέντιˬα δὲ τὰ ματαβλέπουμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τ’ ἀποψισ’νὸν ἡ νύχτα ξημέρωμαν ’κ’ εἶεν Κερασ. || Φρ. Εἶναι ἀποψεσινὸς (εἶναι μεθυσμένος ἀπὸ χθὲς τὸ βράδυ) Λεξ. Δημητρ. ΙΙ ᾎσμ. Μάννα, ὅρωμαν ἔλεπα τ’ ἀποψισ’νὸν τὴ νύχταν Χαλδ. 2)Ὁ τῆς σημερινῆς ἑσπέρας ἢ νυκτὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.): Χορὸς ἀποψινός. Γεˬορτὴ ἀποψινή. Φαεῖ ἀποψινὸ κοιν. Ἀποψερ’νὸ ψωμὶ Μῆλ. Τ’ ἀποψισ’νὸν τὸ φαεῖ μ’ θὰ τρώγ’ ἀτο πουρνὰ Χαλδ. || Γνωμ. Τὸν ἀποψερ’νὸ θυμὸ | φύλαγέ τον τὸ πωρνό (ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἐνεργῆ τις ἐν ὥρᾳ θυμοῦ, ἀλλὰ τὴν ἑπομένην, ὁπότε εἶναι ἤρεμος) Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/