ἀπότρυγο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότρυγο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπότρυγο τό, Κύθν. Μέγαρ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γορτυν. Δημητσάν. Κορινθ. Λακων.) κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τρύγος.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ. 1)Τὸ τέλος τοῦ τρυγητοῦ ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἦρθες, ἄμοιρε, τώρᾳ ’ς τ’ ἀπότρυγα; Μέγαρ. || Φρ. Τώρᾳ ’ς τ’ ἀπότρυγα! (κατόπιν ἑορτῆς) Ἀρκαδ. Κορινθ. Λάκων. || Παροιμ. Ἡ ἀλ’ποῦ ’ς τ’ ἀπότρυγα σφεντόνες ἔπλεκε (ἐπὶ τοῦ παρακαίρως πράττοντός τι) Δημητσάν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποτρύγημα. 2)Τὸ τέλος παντὸς σπουδαίου ἔργου Πελοπν. (Γορτυν.) 3)Τὰ μεθέορτα Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/