ἀποδομιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδομιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδομιˬάζω ἀμάρτ. ᾽ποδομιˬάζω Κρήτ. ’πουδουμιˬάζου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποδόμι.
Σημασιολογία
1) Κατασκευάζω ἀντερείσματα, δένδρων κττ. ἔνθ’ ἀν. 2) Περιφράσσω Κρήτ.: Ἄμε νὰ ᾿ποδομιˬάσῃς τὸ σώχωρο νὰ μὴ bαίνου dὰ ἔχνη (βοσκήματα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA