ἀποδόμιˬασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδόμιˬασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδόμιˬασμα τό, ἀμάρτ. ᾿ποδόμιˬασμα Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποδομιˬάζω.
Σημασιολογία
Κατασκευὴ ἀντηρίδων ἢ περιφραγμάτων δένδρων κττ.: ’Ποδόμιˬασμα θέλ’ ἡ--ἐλαὶ νὰ μὴ bέσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA