ἀπόδοσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόδοσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπόδοσι ἡ, λόγ. κοιν. ἀπόδουσ’ Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόδοσις.
Σημασιολογία
1) Ἐπιστροφὴ ὀφειλομένου πράγματος λογ κοιν. 2) Κέρδος, ὠφέλεια προερχομένη ἐκ τῆς ἐργασίας ἢ ἄλλοθεν Σκόπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἀποδίδωμι=ἀποφέρω, παράγω. 3) Εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ἡ ἀπὸ μεγάλης τινὸς ἐκκλησιαστικῆς ἑορτῆς ὀγδόη ἡμέρα, καθ’ἣν ἐπαναλαμβάνεται ὁλόκληρος ἡ ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς, ἐξαιρετικῶς δὲ τοῦ Πάσχα ἡ ἀπόδοσις γίνεται τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν λόγ. κοιν.: Ἀπόδοσι τοῦ Χριστὸς ἀνέστη (ἡ παῦσις τοῦ ὕμνου «Χριστὸς ἀνέστη» παρελθόντος τεσσαρακονθημέρου) Σῦρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA