ἀποδοσίμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδοσίμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδοσίμι τό, Κάλυμν. Κῶς Νίσυρ. Σύμ.–Lroussel Grammaire 298 ἀποοσίμι Κάρπ. ’ποδοσίμι Ρόδ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀποδοσιμαῖος , παρεκτεταμένου τύπ. τοῦ μεταγν. ἀποδόσιμος, διὰ τοῦ πλήθ. ἀποδοσίμα͜ια, ὡς καὶ ἀγριμαῖος-ἀγρίμα͜ια-ἀγρίμι. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 22 (1910) 240 κἑξ.
Σημασιολογία
Ἀποδοσίδι 5, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Σοῦ ’φερνα κι ἀποσσίμι, μ᾿ ἐχάθηκεν Καρπ. Ἔπεψέν την ’ποδοσίμια Ρόδ || Φρ. ’Ποδοσίμι ’ς τὰ πεθαμένα (κόκκοι σίτου, τοὺς ὁποίους προσθέτουν γυναῖκες συγγενεῖς καὶ φίλαι τῆς οἰκογενείας τοῦ ἀποθανόντος κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ μνημοσύνου εἰς τὰ κόλλυβα ὡς δῶρον πρὸς τοὺς ἑαυτῶν νεκροὺς διὰ τοῦ νεωστὶ ἀποθανόντος διακομιζόμενον) Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA