ἀποταβλούκιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποταβλούκιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποταβλούκιν τό, Πόντ. (Κερασ.) ἀποταβλούκι Πόντ. (Σεμέν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ταβλούκιν.
Σημασιολογία
Ὑπόλειμμα τροφῆς ἢ ποτοῦ ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀποταβλούκι σ’ ’ὰ ποτίῃς με! (τὸ ἀπόπιωμά σου θὰ μὲ ποτίσῃς;) Σεμέν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόπιμα καὶ ἀποφάει 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA