ἀποτσακίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσακίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτσακίδι τό, Κέρκ. Νάξ. (Κορων.) ἀποτσάκιδο Νάξ. (Τσικαλαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποτσακίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ. 1)Ἀποσυντρίμματα, ἀπομεινάρια σπασμένου πράγματος Κέρκ. 2)᾿Εν τῇ ἀγγειοπλαστικῇ ὅ,τι ἀπομένει ἐκ τοῦ κοπανισμένου καὶ κοσκινισμένου χώματος, οἷον μικραὶ πέτραι ἢ βῶλοι χώματος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA