ἀποτσακίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτσακίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτσακίζω πολλαχ. ἀπουτσακίζου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ’ποτσακίζω Κρήτ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποτσακίζω.

Σημασιολογία

1)Ἀποστρέφω, μεταστρέφω τινὰ ἀναγκαστικῶς πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν Κρήτ.: Ἀποτσακίζω τὰ ὀζὰ-τὰ πρόβατα. Ἀποτσακίζω τὸ λαγὸ (κατὰ τὸ κυνήγιον). || ᾌσμ. Γιˬὰ νὰ ’γροικῶ βοσκοῦ σφυρέ, βοσκοῦ πατηματάκι, κιˬ ὅdε τὰ ζὰ του σαλαγᾷ κιˬ ὅdε τ’ ἀποτσακίζει. Γιˬὰ νὰ ’γροικῶ καὶ τὸ βοσκὸ ὅdε διπλοσφυρίζει, ὅdε λαλεῖ τὰ πρόβατα κιˬ ὅdε τ’ ἀποτσακίζει. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,638 (ἔκδ. RDawkins) «ἔπεψεν τὸν ἠγαπημένον του υἱὸν εἰς τὸν ρῆγα νὰ τὸν ἀποτσακκίσῃ ἀπὸ τὸ κακὸν θέλημαν». 2)Θραύω τι ἐντελῶς πολλαχ.: Ἦταν λίγο ραγισμένο τὸ πιˬάττο κιˬ αὐτὴ τ’ ἀποτσάκισε. || Φρ. Τὸν ἀποτσάκισα (ἐνν. τὸν ὕπνον, ἤτοι ἀπεκοιμήθην ὀλίγον. Συνών. φρ. τὸν τσάκισα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/