ἀπόχυμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχυμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόχυμα τό, Ζάκ. Ἤπ. Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. ἀπό’μα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Πάρ. (Λεῦκ.) Λέσβ. (Μυτιλήν.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀπόχυμα.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἐκχεόμενον πρῶτον ὕδωρ ἐκ τῶν ἑψομένων ὀσπρίων Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.): Τὸ ἀπόχυμα τῶν φασουλιˬῶν Πάρ. β)Τὸ νὰ ἀπορρίψῃ τις τὸ πρῶτον ὕδωρ βραζομένων ὀσπρίων μετά τινα βράσιν διὰ νὰ ἀντικαταστήσῃ αὐτὸ διὰ νέου Κάρπ. Συνών. ἀπόχυσι 1. 2)Σπέρμα, γονὴ τοῦ ἀνθρώπου Ζάκ. Κεφαλλ. Σῦρ. κ.ἀ.-Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. Συνών. ἀπόρριμμα Α3. 3)Χύσις σπέρματος κατὰ τὴν συνουσίαν Ζάκ. Κεφαλλ. Σῦρ. Συνών. ἀπόρριψι 1. 4)Χύσις τῶν ᾠαρίων, ᾠοτοκία, ἐπὶ τῶν ἰχθύων Ἤπ. 5)Παραγωγή, γονοποιΐα τῶν μελισσῶν Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) β)Τὸ ἐκχεόμενον ἀπὸ τῆς κυψέλης νέον σμῆνος Ἤπ. Κέρκ. 6)Συνήθως ἐν τῷ πληθ., τὰ τελευταῖα λειψανα τῶν στημόνων, ὅταν τὸ ὑφαινόμενον ἀχθῇ εἰς πέρας Λέσβ. (Μυτιλήν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/