ἀποδοχάρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδοχάρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποδοχάρι τό, ἀποδεχάρ’ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) ἀποδοχάρι Κέρκ. Μύκ. Σίκιν. Σύμ. Τῆν. -ΘΓρυπάρ. Βοσκοπ. 19 ἀποδοχάρ’ Τῆν. ᾿ποδοχάρι Κέως Ναύστ. Σύμ. Τῆλ. ΛΠαλάσκ. Ὀνοματολογ. 9 ΝΚοτσοβίλ. Ἐξαρτ. πλοίων 138 -Λεξ. Ἠπίτ. (ἐν λ. πισσέψῃς) Βλαστ. ’ποδοχάρ’ Μύκ. Τῆν. ’πουδουχάρ’ Σάμ. ’παdουχάρι Σέριφ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποδέχομαι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀρμέγω-ἀρμεγάρι κτλ. Ὁ τύπ. ’παdουχάρι προσέλαβε τὸ ου ἀντὶ τοῦ ο διὰ τὸ ἀκολουθοῦν χ. Πβ. βροῦχος, ρουχαλίζω. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,281 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Πᾶν δοχεῖον χρήσιμον πρὸς ὑποδοχὴν καὶ διατήρησιν διαφόρων ἀντικειμένων Σάμ. Πβ. μεταγν. ὑποδοχεῖον. 2) Δοχεῖον ἢ κτιστὸς λάκκος πρὸ τοῦ ληνοῦ πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ καταρρέοντος γλεύκους ἐκ τῶν συνθλιβομένων σταφυλῶν, ὑπολήνιον Κέρκ. Κέως Μύκ. Σίκιν. Σύμ. Τῆλ. -ΘΓρυπαρ ἔνθ’ ἀν.: Ἆσμ. Πάου νὰ γείρω μιˬὰ στιμὴ μέσα ’ς τ’ ἀποδοχάρι ΘΓρυπαρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. δοχε͜ιὸ β) Δοχεῖον πρὸς ὑποδοχὴν τοῦ ἐκθλιβομένου ἐλαίου ἐν τῷ ἐλαιοτριβείῳ Σύμ. γ) Μικρὸς ληνὸς παρὰ τὸν κυρίως ληνὸν πρὸς διαφύλαξιν τῶν στεμφύλων ἐπὶ ὀκταήμερον Σέριφ. δ) Μικρὰ δεξαμενὴ ὕδατος, ὅπου ποτίζονται τὰ κτήνη Τῆλ. 3) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., δοχεῖον ὅπου διαλύουν πίσσαν πρὸς ἐπάλειψιν Ναύστ.-ΛΠαλάσκ. ἔνθ’ ἀν. Ν Κουτσοβίλ. ἔνθ’ἀν. -Λεξ. Ἠπίτ (ἐν λ. πισσέψης). 4) Μέρος τῆς οἰκίας χρησιμοποιούμενον ὡς ἀποθήκη Θρᾴκ. (Μυριόφ.) 5) Μάνδρα, σπήλαιον κττ., ὅπου περιορίζουν τὰ ζῷα Τῆλ. Συνών. δοχε͜ιό, μάντρα, μαντρί.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/