ἀποδρακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδρακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδρακώνω, μέσ. ἀποδρακώνομαι ΚΚρυστάλλ. ἐν Παρνασσ. 13 (1890) 351.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *δρακώνω ἢ κατ᾽ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. δράκως.
Σημασιολογία
Μέσ. μεταβάλλομαι εἰς δράκοντα, ἀποθηριοῦμαι: Ὅπο͜ιος φάῃ καρδιὰ δράκου ἀποδρακώνεται.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA