ἀποδρολυκώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδρολυκώνω

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδρολυκώνω ἀμάρτ. ἀποdρελυκώνω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δρολυκώνω.

Σημασιολογία

Πίνω ἐντελῶς, ἀποπερατῶ τὴν πόσιν ποτοῦ τινος (λέγεται μετά τινος σχετλιασμοῦ): Μιˬὰ ἀλινιφασκεˬὰ ἤπινα καὶ δὲ dὴν εἶχ' ἀποdρελυκωμένη, ὅdε μοῦ το’ ’πασι. Δὲ δὸν εἶχ’ ἀποdρελυκωμένο τὸ gαφὲ κ᾽ ἦρθε σὰ dρικέρης κ᾽ ἦbε μέσα (τρικέρης=διάβολος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/