ἀποχωματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχωματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχωματίζω Μποὲμ Ἀγριολούλ. 11.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χωματίζω.
Σημασιολογία
Καλύπτω μὲ χῶμα, θάπτω: Ἀποχωμάτισαν τὸν γιˬόν της. Συνών. ἀποχώνω 1, παραχώνω, χωματίζω, χώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA