ἀπόδροσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόδροσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόδροσος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. ᾿Αντίλ. 71 ᾿πόδρουσους Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. δροσιˬά.

Σημασιολογία

1) Πολὺ δροσερὸς ΣΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Πνέει ἀγεράκι ἀπόδροοο 2) Τόπος σκιερὸς τὸν ὁποῖον δὲν βλέπει ὁ ἥλιος δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας καὶ ὡς ἐκ τούτου λίαν δροσερὸς Εὔβ. ( Στρόπον.) 3) Ὡς οὐσ., πρωία Εὔβ. (Στρόπον.): Κάτσ’, εἶν’ ᾽πόδρουσου ’κόμα, κἀ’ ψύχρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/