ἀποδυνάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδυνάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδυνάζομαι Κρήτ. (᾽Εμπαρ. Μονοφάτσ. Ρέθυμν. Σητ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δυνάζομαι.
Σημασιολογία
Ὑπομένω, ἀνέχομαι, ὑποφέρω ἔνθ’ ἀν.: Δὲν σ᾿ ἀποδυνάζομαι Κρήτ. Πῶς τ᾿ ἀποδυνάζεσαι τόσα βάσανα! Σητ. Πῶς θὰ τὸν ἀποδυναστῶ τὸν ἀποχωρισμό σου! Ἔμπαρ. || ᾌσμ. Ἀπομονὴ τσ᾿ ἀπομονῆς ἄθρωπος πρέπει νἀ ᾽χῃ γιˬὰ νὰ τ’ ἀποδυνάζεται ὅ,τι κι ἀνὲ dοῦ λάχῃ Σητ. Σαράdα σ᾿ ἀγαποῦσανε κ᾿ ἦσα gαὶ παινεμένοι καὶ πῶς τ᾿ ἀποδυνάστηκες κ᾿ ἐπῆρες τὸ κωπέλλι; Κρήτ. Μὰ νά ’χε γνῶσι ἡ Τουρκιά, νὰ τ’ ἀποδυναστοῦνε ὅ,τι κιˬ ἂ dῶς ἐπήρανε, ὅλα θὰ πλερωθοῦνε Μονοφάτσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA