ἀποχωρητήριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχωρητήριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποχωρητήριο τό, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποχωρῶ=ἀποβάλλομαι ὡς ἔκκρισις.
Σημασιολογία
Μέρος ἔνθα ἀποπατεῖ τις, τὸ ἀφοδευτήριον. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναγκαῖο 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA