ἀποειδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποειδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποειδώνω ἀμάρτ. ᾽ποειδώνω Κύπρ. ’πογειδώνω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀπόειδα ἀορ. τοῦ ρ. ἀποβλέπω.
Σημασιολογία
1) ᾿Αμτβ. γίνομαι κατηφὴς ὑπὲρ τὸ δέον, σκυθρωπάζω: Εἶδεν μας τ’ ἐπογείδωσεν. Τεῖνος ὁ ’πογειδωμένος πότε ἐγέλασεν; Τοὺς ᾽πογειδωμένους ᾿ὲν θέλω νὰ τοὺς θωρῶ. || Παροιμ φρ. Νὰ κρεμ-μίσῃς ᾿ποὺ τὴν μουτσούναν τοῦ ’ποειδωμὲνου ἀνθρώπου σκοτών-νεσαι (τὸ πρόσωπον τοῦ ὑπὲρ τὸ δέον κατηφοῦς εἶναι τόσον ἀποκρουστικόν, ὥστε νὰ νομίζῃ τις ὅτι ἂν κρημνισθῇ ἀπ᾿ αὐτοῦ φονεύεται). 2) Μετβ. φέρομαι πρός τινα σκαιῶς, βλοσυρῶς: Εἶντα ’εις ταὶ ’ποειδών-νεις μου; ᾿Εγιὼ ἐλάλουν του μὲ τὸ καλὸν ταὶ ’τεῖνος ἐποείδων-νέν μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA