ἀπόζαβος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόζαβος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόζαβος ἐπίθ. Κερκ -ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 9 ἀπήζαβος Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. ζαβός. Ὁ τύπ. ἀπήζαβος κατ᾿ ἀναλογ. ρημάτων εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ἀπὸ ἔγινε ἀπη- διὰ τὸν ἀόρ ᾿Ιδ. ΒΦάβην ἐν ’Αθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 43 κἑξ.
Σημασιολογία
Σκολιός, στρεβλός, συνήθως μετὰ τοῦ ἁπλοῦ ζαβὸς πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας ἔνθ' ἀν.: Ζαβὸς κιˬ ἀπόζαβος Κέρκ. || Ποίημ. Ἕνας φτελεˬὰς ποῦ ἀπὸ μικρὸς λυγίστηκε ’ς τὸ δάσος κυριˬεύεται μὲ δύναμι πολλὴ γιˬ ἀλατροπόδι κιˬ ἄλατρου παίρνει ἀπόζαβην ἰδὴ ΚΘεοτόκ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. ἀπόζαρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA