ἀποτιβιλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτιβιλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτιβιλεύω Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τιβιλεύω.
Σημασιολογία
Ἀφαιρῶ τὸ τιβίν, ἤτοι μικρὸν λίθον ἢ ξύλον μὲ τὰ ὁποῖα στερεώνομεν λίθους ἢ πέτρας ὡς ἐν τῇ τοιχοδομίᾳ καὶ ἀλλαχοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA