ἀποζάλεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζάλεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποζάλεμα τό, Νάξ. (᾿Απύρανθ. Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποζαλεύω.

Σημασιολογία

᾿Ανάπαυσις, ἡσυχία ἔνθ’ ἀν.: Εἶd’ ἀποζάλεμα ποῦ το’ ’χεις, καμένε ! (ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμερίμνου ἀναπαυομένου νωχελῶς) ᾿Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/