ἀποζαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποζαλεύω ἀμάρτ. ἀποζαλεύγω Νάξ. (᾽Απύρανθ. Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζαλεύω.

Σημασιολογία

1) ᾿Αναπαύομαι, ἡσυχάζω Νάξ. (Γαλανᾶδ.): Πέσε ἔτουγε ᾿ς τὸ σοφᾶ ν’ ἀποζαλέψῃς. 2) ’Αμεριμνῶ καὶ ἀδιαφορῶ διὰ τὰς οἰκιακὰς ἐργασίας Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Μὴ bάς ἐδὰ ν᾿ ἀποζαλέψῃς ἐκεῖ νὰ θαρῇς πῶς δὲ χρε͜ιάζεσαι ᾿πά. Ὤ δουλε͜ιὲς ποῦ τσ᾽ ἔχω καὶ κάθομαι ἀποζαλεμένη!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/