ἀποτσιπώνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσιπώνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσιπώνομαι Θήρ. Κάρπ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. Μετοχ. ἀποτσιπωμένος πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τσίπα. Ἡ λ. καὶ παρὰ Γερμ. Πβ. Δουκ. ἀποτζιπιάζειν καὶ ἀποτζιποῦν.
Σημασιολογία
1)Ἀποβάλλω τὴν ἐντροπήν, καθίσταμαι ἀναίσχυντος ἔνθ’ ἀν.: Ἠποτσιπώθηκ’ ὅλως διόλου Θήρ. Ἀποτσιπώθηκε πεˬὰ μὲ αὐτὴ bού ’bλεξε Ἀπύρανθ. || Φρ. Ἀποτσιπώθηκα καὶ τὸν εἶδα (ἐν οὐ δέοντι) Μάν. Συνών. ξετσιπώνομαι. 2)Τολμῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐποτσιπώθηκε καὶ τὸνε ρώτηξε. Μετοχ. ἀποτσιπωμένος 1)Ἀναιδής, ἀναίσχυντος πολλαχ: Γυναῖκα γλωσσοῦ κιˬ ἀποτσιπωμένη πολλαχ. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀνέντροπος, ἔτι συνών. ἀποτσίπωτος. 2)Τὸ φυτὸν νικοτιανὴ ἡ γλαυκὴ (nicotiana glauca) ὀνομασθὲν οὕτω ἕνεκα τῆς εὐκόλου καὶ ταχείας ἀναπτύξεως (πβ. ΜΣτεφανίδ. Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 <1923> 218) Θήρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA