ἀποχρωμάτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχρωμάτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχρωμάτισμα τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχρωματίζω.

Σημασιολογία

Ἡ συμπλήρωσις τῆς διὰ χρώματος ἐπιχρίσεως: Γιˬὰ τὸ ἀποχρωμάτισμα τῶν παραθυριˬῶν πλήρωσε τρία μεροκάματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/