ἀποτσιρόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτσιρόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποτσιρόπουλλο τό, Θεσσ. (Ὄλυμπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀμαρτ οὐσ. τσιρόπουλλο<τσίρος.

Σημασιολογία

Πιθανῶς τὸ ἀπομεινάριον τοῦ παστοῦ ἰχθύος τσίρου: ᾎσμ. Γέρων ἄντρα μὴ μοῦ δώσῃς, | γιˬατ’ ὁ γέρως τὰ ξετάζει, ποῦ ’ν’ τ’ ἀλεύρι, | ποῦ ’ν’ τ’ ἁλάτι, ποῦ ’ν’ τ’ ἀβγὰ τῆς ἑβδομάδος, | τ’ ἀποτσιρόπουλλα τῆς τάβλας. Συνών. ἀποτσίρουλλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/