ἀποτσιφνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσιφνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσιφνώνω Χίος ’ποτσιφώνω Κάλυμν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ. Κατὰ ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 68 τὸ β΄ συνθετικὸν ἐκ τοῦ παρ’ Ἡσυχίῳ «σιφλοῦν· μωμᾶσθαι».
Σημασιολογία
1)Μυκτηρίζω, περιπαίζω Χίος: ᾿Èν εἶμαι συνηθισμένος ν’ ἀποτσιφνώνω τὸν ἄνθρωπο. 2)Προξενῶ εἴς τινα λύπην, κάμνω τινὰ νὰ λυπηθῇ, νὰ σκυθρωπάσῃ Κάλυμν. 3)Καταισχύνω τινά, ντροπιάζω Χίος: Μ’ ἐποτσίφνωσε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA