ἀποτσουκίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσουκίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσουκίζω, ’ποτσουκίζω Κύπρ. ’ποτσουκῶ Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀγνώστου β΄ συνθετικοῦ.
Σημασιολογία
᾿Ενοχλῶ τινα συνεχῶς διὰ τῶν παρατηρήσεών μου: Ἔτσι ἔν’ νὰ σ’ ἔχω κάθε μέραν νὰ μὲ ’ποτσουκᾷς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA