ἀποχτυπὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχτυπὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποχτυπὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀπουχτ’πὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀπουχπὴ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχτυπῶ.

Σημασιολογία

1)Ἰσχυρὸς παλμὸς τῆς καρδίας ἐξ ἀπροσδοκήτου τινὸς ἢ ζωηρᾶς συγκινήσεως: Μὴ φουβιρίζ’ς τοὺ παιδὶ νὰ μὴ πάρ’ κἀμμιˬὰ ἀπουχτ’πή. Συνών. ἀπόχτυπος 1. 2)Χρόνιον νόσημα καρδίας προκαλούμενον ἐξ αἰφνιδίου τινὸς ἢ ζωηρᾶς συγκινήσεως καὶ ἐκδηλούμενον δι’ ἰσχυρῶν παλμῶν τῆς καρδίας: Ἔχου ἀπουχτ’πὴ κὶ μὶ πιˬά’. Τοὺν ἔπιˬασι ἡ ἀπουχπή τ’. Συνών. ἀποχτυπημός, ἀποχτυπίδα, ἀποχτυπίδι, ἀπόχτυπος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/