ἀποζημιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζημιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζημιώνω λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζημιώνω.
Σημασιολογία
Παρέχω εἴς τινα τὸ ἀντίτιμον τῆς προξενηθείσης εἰς αὐτὸν ζημίας, ἀποζημιῶ: Τὸν ἀποζημίωσαν γιˬὰ τὴν ζημιˬὰ ποῦ ἔπαθε. Πο͜ιὸς θὰ μὲ ἀποζημιώσῃ γιὰ τὰ σπασμένα; Οἱ πρόσφυγες αποζημιώθηκαν γιὰ ὅσα χάσανε ’ς τὸν πόλεμο. Γιˬὰ τὸ σπίτι ποῦ μοῦ ᾿κοψε ὁ δρόμος ἀποζημιώθηκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA